συνεγκλινω

συνεγκλινω
    συνεγκλίνω
    συν-εγκλίνω
    (ῑ) Diod. v. l. = συνεκκλίνομαι См. συνεκκλινομαι

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "συνεγκλινω" в других словарях:

  • συνεγκλίνω — Α 1. γράφω ως εγκλιτικό 2. μέσ. συνεγκλίνομαι κλίνω ή κάμπτομαι προς μια κατεύθυνση μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐγκλίνω / ομαι «αποβάλλω τον τόνο μου ο οποίος μεταβιβάζεται στην προηγούμενη λέξη, κλίνω, κάμπτω»] …   Dictionary of Greek

  • κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …   Dictionary of Greek

  • συνεγκλιτικός — ή, όν, Α [συνεγκλίνω] εγκλιτικός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»